Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Γιατί τα παραμύθια δεν είναι παίξε-γέλασε.

Από το γλυκό μας alataki3Παραμύθι ένα υπέροχο παραμύθι που εκφράζει απόλυτα την αγάπη του ζωικού βασιλείου, πρός τον άνθρωπο.

O άνθρωπος που δεν ήθελε τίποτα...

Μια φορά, πάει καιρός τώρα τόσος που δεν θυμάμαι πότε ήταν θυμάμαι μόνο πως ήταν καλοκαίρι, φάνηκε στο δάσος ένας άνθρωπος.
Στάθηκε, κοίταξε γύρω και σκέφτηκε πως εδώ ήταν μια τέλεια κρυψώνα για κείνον.
Ήταν ένας άνθρωπος που δεν ήθελε πολλά-πολλά με τους γύρω, προτιμούσε να ζει μόνος γιατί όλο και κάτι ζητούσαν απ’ αυτόν ενώ ο ίδιος δεν είχε χρειαστεί ποτέ κανέναν.
Έλεγε συνέχεια τη φράση «Δε θέλω τίποτε από κανέναν»
Διάλεξε το μεγαλύτερο δέντρο που είχε στον κορμό του ένα άνοιγμα ίσα με ένα μικρό δωμάτιο, και τρύπωσε μέσα.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε, έκανε βόλτα στο δάσος, κυνηγούσε, ψάρευε στο κοντινό ποτάμι και το βράδυ τρύπωνε πάλι στον κορμό και κοιμόταν, ευχαριστημένος που βρήκε την ησυχία του.
Τα ζώα που συναντούσε στο δρόμο, προσπαθούσαν να πιάσουν κουβέντα μαζί του, εκείνος όμως τα απέφευγε, γιατί σκεφτόταν πως τρέχα γύρευε τι θα ζητούσαν στο μέλλον.
Ένα σούρουπο η αλεπού τρέχει του βάζει τρικλοποδιά και του λέει.
«Ε, άκου δω να σου πω κάτι που συμφέρει και στους δυο.
Θα μου δίνεις ότι σου περισσεύει κι εγώ θα σου λέω ότι γίνεται στο δάσος, εσύ ξένος είσαι, θα σου φανώ χρήσιμη»
Ο άνθρωπος θύμωσε, την κυνήγησε και φώναξε.
«Βρε άντε από δω κυρά πονήρω. Εγώ δε θέλω τίποτε από κανέναν».
Το καλοκαίρι πέρασε και ήρθε ο χειμώνας.
Στο δάσος έπεφταν βροχές και κεραυνοί, ο άνθρωπος φοβήθηκε τόσο που όλη μέρα καθόταν μέσα στο δέντρο.
Κρύωνε και πεινούσε αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του.
Κάθε μέρα ο άνθρωπος πεινούσε όλο και περισσότερο
Ο σκίουρος που το καλοκαίρι τον έβλεπε να τριγυρνά, αναρωτήθηκε τι να είχε γίνει εκείνος ο άνθρωπος. Έψαξε και τον βρήκε.
«Τι κάνεις εσύ, είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«Τι σε νοιάζει και ρωτάς;»
«Έτσι, από αλληλεγγύη, λέει ο σκίουρος. Στο δέντρο ζεις κι εσύ όπως κι εγώ. Αλήθεια, έχεις τίποτε να φας, αν θέλεις, εγώ μπορώ να σου βρω λίγα βαλανίδια».
«Αυτό μου έλειπε! Να δεχτώ τροφή από έναν σκίουρο», απαντάει θυμωμένος ο άνθρωπος, να σε έχω μετά στο κεφάλι μου να μου ζητάς ποιος ξέρει τι. Δεν θέλω τίποτε από κανέναν, θέλω μόνον την ησυχία μου».
Ο σκίουρος έφυγε και τον άφησε στην ησυχία του.
Την επόμενη μέρα, ο άνθρωπος πεινούσε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να σηκωθεί από τη γωνιά του.
Το ζαρκάδι που το καλοκαίρι τον ακολουθούσε μέχρι το ποτάμι, ανησύχησε που δεν τον είδε τόσες μέρες, έψαξε και τον βρήκε.
«Άνθρωπέ μου, του λέει, πού είσαι τόσο καιρό, πώς ζεις, τι κάνεις, βρίσκεις τροφή, θέλεις να σε βοηθήσω;»
«Δεν θέλω τίποτε από κανέναν, θέλω μόνο την ησυχία μου, να δεχτώ από σένα βοήθεια και να την πληρώσω μετά σε χρυσό».
«Μα τι λες; εγώ ήθελα μόνο να βοηθήσω να περάσεις το χειμώνα», κάνει στεναχωρημένο το ζαρκάδι και φεύγει.
Η αλεπού είχε μεγάλη περιέργεια να μάθει τι έγινε. Ψάχνει και τον βρίσκει κουρνιασμένο στον κορμό να τουρτουρίζει από το κρύο και να πεθαίνει από την πείνα.
Στέκεται στο δέντρο και αρχίζει να γελά.
Ο άνθρωπος που κατάλαβε πως αν δεν έτρωγε κάτι θα πέθαινε, αρχίζει να παρακαλάει την αλεπού.
«Κοίτα να δεις, ήρθαν πολλοί να μου δώσουν τροφή αλλά αρνήθηκα. Τώρα όμως που το σκέφτομαι, από σένα θα δεχτώ ευχαρίστως λίγο φαγητό».
«Αυτό να το βγάλεις από το μυαλό σου, εγώ δε δίνω, μόνο παίρνω».
«Σε παρακαλώ, είσαι η τελευταία μου ευκαιρία, πρέπει να με βοηθήσεις».
«Εσύ έλεγες πως δεν θέλεις τίποτε από κανέναν. Βγάλτα πέρα μόνος σου τώρα».
«Συγνώμη, έκανα λάθος», λέει ξέπνοα ο άνθρωπος.
«Α, τότε αλλάζει, γέλασε ικανοποιημένη η αλεπού, θα σου κάνω τη χάρη, μόνο αν παραδεχτής πως χρειάζεσαι ακόμη και μένα που είμαι μια αλεπού και όλοι λέτε πως είμαι πονηρή».
«Το παραδέχομαι», λέει πιο δυνατά τώρα ο άνθρωπος και έλεγε την αλήθεια..
Η αλεπού έφυγε γελώντας και κανείς δεν ξέρει αν του έδωσε να φάει.
Εξαντλημένος καθώς ήταν, ίσως και να τον πήρε ο ύπνος, ίσως και όχι, είδε πάντως πως στο δέντρο του είχαν μαζευτεί όλα τα ζώα του δάσους φέρνοντάς του πεσκέσια.
Η αλεπού του πρόσφερε τη γούνα της για να ζεσταθεί και το τσακάλι φρεσκοψημένο κρέας που είχε αρπάξει από την κοντινή στάνη.
Το άνοιγμα του δέντρου που είχε τρυπώσει, τώρα έγινε σπίτι αληθινό, ζεστό και φιλόξενο για τον ίδιο και όλα τα ζώα που έτρεξαν να βοηθήσουν.
Ο άνθρωπος ένιωσε ευτυχισμένος και μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει να πει αν όλα ήταν ένα όνειρο, ή έτσι έγιναν τα πράγματα.
Αυτό όμως ούτε κι εγώ μπορώ να σας το πω.
 Μπορώ μόνο να ελπίζω πως έτσι έγινε στ’ αλήθεια, γιατί αυτό λεν τα παραμύθια.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Τον έλεγαν Μπρούμελ

Ο εραστής του αιώνα, έτσι τον ονόμασα!!!!!!! Όταν με κοίταζε, συνειδητοποιούσα όλα μου τα ελαττώματα, κάθε άσχημη πλευρά του χαρακτήρα μου ..Τίποτα, λέξη. Απλά ήμουν ένοχη ή θαυμάσια απέναντί του. Το τελευταίο συμβαίνει σπάνια. Μεγάλωσε πλάι μου τεσσεράμισι χρόνια.


Το ξέρω, δεν είναι πολλά για σωστούς ανθρώπους, αν υπάρχουν άνθρωποι σωστότεροι από τα σκυλιά, αν εξαιρέσεις τη μικρή αναπηρία τους ως προς τον λόγο. Ίσως δεν τον χρειάζονται κιόλας! Γιατί αυτός με υπέτασσε με την ανοχή του, λες και αγνοούσε τον «άλλο μου εαυτό». Με’ κείνα τα μάτια του μου πρόσφερε τη λατρεία ολόκληρης της γης, της ζωής ολόκληρης , όποιου στοιχείου αγάπης κινιέται αόρατο πάνω στον πλανήτη, περικλειόταν στα μάτια του, όταν με κοίταζε.

Καθόταν πάντα απέναντι μου . Προτιμούσε την κόκκινη πολυθρόνα, όσο διάβαζα. Ξαφνικά διαπίστωνα ότι ξεχνούσα την παρουσία του.. Μίλα, διάβολε, ζήτα ,διαμαρτυρήσου. Δεν σε αντέχω με τη συμπεριφορά σου, με ταπεινώνεις , με υποτιμάς, με κάνεις να συνειδητοποιώ όλη την εγωιστική μου ύπαρξη. Δίνεις τη γιγάντια αφοσίωση σου και γω παίρνω από σένα όπου και αν βρίσκομαι . Τόσο γαλήνιος και τρυφερός στα ελάχιστα που πρόσφερα, που δεν κατάλαβα ούτε ότι αρρώστησε, έτσι απότομα…ακαριαία..

Ξημέρωμα άκουσα ένα βογγητό και τον είδα να πετιέται πάνω και να ανακάθεται στο μαξιλάρι του, όπως κάνουν συνήθως όλοι οι άρρωστοι, που ζούνε ανάμεσα σε πόνο και εφιάλτη.. Κοίταζε πέρα, όχι εμένα, ένα όραμα αποκαλυπτικό.

Τρομαγμένη γονάτισα δίπλα του.. Τι’ ναι ψυχή μου; Τι τρέχει; Τότε έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στον ώμο και τον λαιμό μου, υπέροχη επαφή, αλλά η ανάσα του μ’ έκαιγε.. Έχεις πυρετό, ψιθύριζα και τον λίκνιζα στην αγκαλιά μου, ανεβοκατεβάζοντας τις παλάμες μου στο μακρόστενο κορμί του, όταν άγγιξα κάτω από το στήθος του μια πληγή. Άναψα το φως κι έχασκε μια τρύπα ανάμεσα στο πλούσιο τρίχωμά του .. Καρκίνωμα, είπε ο γιατρός. Πρέπει να πονάει; Τον ρώτησα. Πάρα πολύ, μου είπε….κι αν δεν θέλεις να υποφέρει , ξέρεις. Φυσικά και ήξερα..

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Κλειστήκαμε σπίτι. Δεν σηκώναμε τηλέφωνο, χαθήκαμε σχεδόν απ’ όλους. Κάναμε μόνο τους περιπάτους μας, πιο μεγάλους από ποτέ. Απολαμβάναμε πρωί-βράδυ το μαλακό γρασίδι του πάρκου. Τίποτα δεν του’ δινε μεγαλύτερη χαρά..

Μ’ άρεσε να συντελώ στο ν’ αποχαιρετά τη ζωή χωρίς να το ξέρει. Άλειφα τις πληγές του μ’ ένα ισχυρό παυσίπονο χωρίς γάντια και χωρίς την παραμικρή απέχθεια!

Επτά μέρες και επτά νύχτες τον νανούριζα για να αντέχει τους πόνους και ετοιμαζόμουν για τον χωρισμό..

Την επομένη της Πρωτοχρονιάς, κάναμε ένα μεγάλο περίπατο ώσπου φτάσαμε στο ιατρείο. Έλεγα ακατάληπτα στο γιατρό ώσπου περάσαμε στο χειρουργείο. Ετοίμασε τη σύριγγα , βεβαιώνοντας με πως δεν θα πονέσει καθόλου κι έσφιξε το λάστιχο για να φουσκώσει τη φλέβα. Εγώ πήρα το κεφάλι του μέσα τις παλάμες μου, τώρα θα κοιμηθείς ψυχή μου..

Έπεσε μπρούμυτα και τα αυτιά του έκρυψαν το μουσούδι του. Βυθίστηκε στον ύπνο και ακολούθησε η δεύτερη ένεση και η ζωή του σταμάτησε ακαριαία.. Ο γιατρός βεβαιώθηκε με τα ακουστικά … τον πήρε αγκαλιά και γω ζήλεψα και γύρισα «άδεια» στο σπίτι …που μου φάνηκε τελείως αλλιώτικο…

Για πολύ καιρό η θέση του Μπρούμελ έμεινε…κενή, χωρίς την παραμικρή διάθεση αντικατάστασής του από μέρους μου……
Πηγή:Καλώς μας βρήκατε